-
1 καθήκον
[катикон] ουσ. о. долг, обязанность.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > καθήκον
-
2 долг
-а (-у), προθτ. о долге, в долгу, πλθ. долги.1. καθήκον, χρέος, υποχρέωση•перед родиной το καθήκον προς την πατρίδα•
чувство -а συναίσθηση του καθήκοντος•
долг исполнить свой долг κάνω το καθήκον μου•
считаю своим -ом θεωρώ καθήκον μου•
нарушить свой -παραμελώ το καθήκον μου•
защита отечества священный долг η υπεράσπιση της πατρίδας είναι ιερό καθήκον•
человек -а άνθρωπος του καθήκοντος•
по -у службы εκτελώντας το υπηρεσιακό καθήκον.
2. οφειλή, χρέος•отдать долг δίνω πίσω το χρέος•
получать долг παίρνω το χρέος•
брать в -у χρεώνομαι, δανείζομαι•
погашать -ξοφλώ το χρέος•
сделать долг χρεώνομαι•
неотложные -и μικρά χρέη άμεσης εξόφλησης•
уплатить -и ή разделаться с -ами ξοφλώ τα χρέη.
εκφρ.первым -ом – στην πρώτη σειρά, πριν απ' όλα, πρώτα-πρώτα, πρώτο καθήκον•в -у – δανεικά• (быть) в -у у кого ή перед кем έχω υποχρέωση, είμαι υποχρεωμένος ίσε κάποιονί•войти ή влезть, залезть в -и – μπαίνω σε χρέη, χρεώνομαι•жить в долг – ζω με δανεικά•не ос-тоться в -у – θα το ξεπλερώσω, ό,τι μου έκανε θα του κάνω, θα πάθει•в -ах по уши ή по горло – είμαι χρεωμένος ως τ' αυτιά, ως τό λαιμό, είμαι πνιγμένος στά χρέη•отдать последний долг – πηγαίνω στην κηδεία, αποχαιρετώ το νεκρό, δίνω τον τελευταίο ασπασμό. -
3 обязанностъ
обязанн||остъж ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος, τό καθήκον:считать своей \обязанностъостыо θεωρῶ καθήκον μου, θεωρώ ὑποχρέωση μου· исполнять свои́ \обязанностъости ἐκπληρώνω τίς ὑποχρεώσεις μου, ἐκτελώ τό καθήκον μου· по \обязанностъости ἀπό ὑποχρέωση· вменять что-л. в \обязанностъ ὑποχρεώνω κάποιον, ἐπιβάλλω ὡς καθήκον всеобщая воинская \обязанностъ ἡ γενική στρατιωτική ὑποχρεωτική θητεία· исполняющий \обязанностъости ὁ ἐκτελῶν χρέη, ὁ ἀντικαταστάτης. -
4 воинский
-
5 долг
долг м 1) (обязанность) το καθήκον, το χρέος· выпол нить свой \долг κάνω το χρέος μου 2) (задолженность) το χρέος* * *м1) ( обязанность) το καθήκον, το χρέοςвы́полнить свой долг — κάνω το χρέος μου
2) ( задолженность) το χρέος -
6 обязанность
обязанность ж η υποχρέωση· το καθήκον (долг)' возложить \обязанностьи υποχρεώνω· брать на себя \обязанность αναλαβαίνω την υποχρέωση* * *жη υποχρέωση; το καθήκον ( долг)возложи́ть обя́занности — υποχρεώνω
брать на себя́ обя́занность — αναλαβαίνω την υποχρέωση
-
7 долг
долгм1. (обязанность) τό καθήκο[ν], ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος:чувство \долга ἡ συναίσθηση τοό καθήκοντος· человек \долга ἀνθρωπος τοῦ καθήκοντος· выполнить свой \долг ἐκπληρῶ τό καθήκον μου προς, κάνω τό χρέος μου· считать своим \долгом θεωρῶ χρέος μου, θεωρώ καθήκον μου· по \долгу слу́жбы ἐκτελώντας τά ὑπηρεσιακά χρέη·2. (взятое взаймы) ἡ ὁφειλή, τό χρέος; брать в \долг δανείζομαι, παίρνω δανεικά· дава́ть в \долг δανείζω, δίνω δανεικά· делать \долгй χρεώνομαι, κάνω χρέη· отдавать \долг πληρώνω τό χρέος· влезать в \долги́ разг μπαίνω στά χρέη· ◊ быть в \долгу́ перед кем-л. ὁφείλω σέ κάποιον, ἔχω ὑποχρέωση σέ κάποιον не оставаться в \долгу́ ἀνταποδίδω τήν ἐξυπηρέτηση, ξοφλάω τήν ὑποχρέωση· первым \долгом πρώτα πρῶτα, πρώτα ἀπ' ὅλα· быть по́ уши в \долгах, в \долгу́ как в шелку погов. εἶμαι πνιγμένος στά χρέη, εἶμαι καταχρεωμένος· \долг платежом красен погов. τό δῶρο θέλει ἀντίδωρο· отдать последний \долг усопшему ἀποχαιρετώ τόν νεκρό. -
8 обязанность
-и θ.υποχρέωση, χρέος, καθήκον•считаю своей -ью θεωρώ υποχρέωση μου•
права и -и δικαιώματα και υποχρεώσεις•
исполнять свой -и εκπληρώνω (εκτελώ) τις υποχρεώσεις μου ή τα καθήκοντα μου•
служебные -и υπηρεσιακά καθήκοντα•
вменять что-л. в -επιβάλλω κάτι σαν καθήκον•
всеобщая войнс-кая обязанность γενική στρατιωτική υποχρέωση.
-
9 пост
пост 1-а, προθτ. о -, на -у а.1. φυλάκιο σταθμός• σκοπιά, παρατηρητήριο.2. φρουρός, -ροι• φρουρά.3. πόστο, θέση, αξίωμα.εκφρ.на -у – στο πόστο, στη θέση (στο καθήκον)•стоять (быть) на -у – στέκομαι στο πόστο (εκτελώ το καθήκον).пост 2-а, προθ. о -е, на -у α. (εκκλσ.) η νηστεία•соблвдать пост κρατώ νηστεία•
по случаю -а λόγω νηστείας•
строгий пост αυστηρή νηστεία.
|| αποχή από κάτι. -
10 долг
1. (обязанность) το καθήκον, το χρέος, η υποχρέωση 2. (то, что взято или отдано заимообразно) το χρέ/ος, η οφειλήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > долг
-
11 обязанность
το καθήκον, η υποχρέωση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обязанность
-
12 функция
1. мат. η συνάρτησηвозрастающая - αύξουσα -, αυξανόμενη -- действия мех. - δράσηςпоказательная - см. экспоненциальная -2. биол. η λειτουργία 3. (значение, назначение) о προορισμόςο ρόλος4. (явление, зависящее от другого) η λειτουργίατο φαινόμενο5. (круг деятельности, обязанность) το καθήκον, η υποχρέωσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > функция
-
13 ближайший
ближайш||ий(превосх. ст. от близкий)1. (по месту) κοντινότερος, πλησιέστερος, ἐγγύτατος/ γειτονικός (соседний);2. (по времени) προσεχής, ἐπικείμενος:в \ближайшийем бу́дущем είς τό ἐγγύς μέλλον, ἐντός ὁλίγου, πολύ σύντομα;3. (непосредственный) ἄμεσος:\ближайший начальник ὁ ἄμεσος προϊστάμενος; \ближайшийая задача τό ἀμεσο καθήκον при \ближайшийем участии μέ τήν προσωπική συμμετοχή; при \ближайшийем рассмотрении ὑστερα ἀπό προσεχτική ἐξέταση;4. (о родне, друзьях) στενός:\ближайшийие родственники ὁΐ στενοί συγγενείς. -
14 велеть
вел||етьсов и несов διατάζω, προστάζω, παραγγέλλω, ἐντέλλομαι:\велетьй ему́ прийти́ παράγγειλε του νά ἐρθει, πές του νά ἐρθει· долг не \велетьит мне молчать об этом τό καθήκον δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά σιωπήσω. -
15 воииский
во́ии||скийприл στρατιωτικός, πολεμικός:\воиискийский долг τό στρατιωτικό καθήκον \воиискийская часть ἡ στρατιωτική μονάδα, τό στρατιωτικό τμήμα. -
16 задача
зада́ч||аж в разн. знач. τό πρόβλημα/ ὁ σκοπός (цель):\задача на деление πρόβλημα διαίρεσης· очередные \задачаи τά τρέχοντα προβλήματα· основная\задача τό βασικό καθήκον решать \задачау прям, перен λύνω τό πρόβλημα· поставить себе \задачау βάζω σκοπό μου. -
17 изменять
измен||ятьнесов1. (делать другим) ἀλλάζω, μεταβάλλω / τροποποιώ, τροπο-λογῶ (видоизменять) / μεταλλάσσω (переменять):\изменять проект закона τροποποιώ τό νομοσχέδιο· \изменять смысл слова τροπο-λογῶ ^или ἀλλάζω) τό νόημα τῆς λέξης· \изменять мнение μεταβάλλω γνώμη·2. (предавать) προδίδω, παραβαίνω, ἀθετω:\изменять долгу παραβαίνω τό καθήκον μου· \изменять убеждениям ἀπαρνοῦμαι τίς πεποιθήσεις μου· \изменять слову δέν βαστώ τό λόγο μου·3. (быть неверным) ἀπιστω, ὀπατῶ· ◊ силы мне \изменятья́ют μέ προδίδουν οἱ δυνάμεις μου· если память мие не \изменятьяет ἄν δέν μέ γελάει ἡ μνήμη μου. -
18 моральный
мораль||ныйприл ἡθικός:\моральныйный долг τό ήθικόν καθήκον \моральныйное состояние τό ήθικό[ν]· \моральныйный облик τό ήθος. -
19 нелегкий
нелегк||ийприл1. (тяжелый) βαρύς, ἐπίπονος:\нелегкийая но́ша τό βαρύ φορτίο·2. (трудный) δύσκολος, δυσχερής:\нелегкийая задача τό δύσκολο καθήκον. -
20 непосильный
непоси́льн||ыйприл δυσβάστακτος, ἀβάστακτος, ἐπαχθής:\непосильныйая ноша τό δυσβάστακτο βάρος· \непосильныйая задача καθήκον ἀνώτερο τῶν δυνάμεων κάποιου.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… … Dictionary of Greek
καθήκον — το ό,τι πρέπει να πράττει κάποιος για να είναι εντάξει απέναντι Θεού και ανθρώπων, χρέος, υποχρέωση: Οι καλοί άνθρωποι κάνουν πάντα το καθήκον τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθῆκον — καθήκω come imperf ind act 3rd pl καθήκω come imperf ind act 1st sg καθήκω come pres part act masc voc sg καθήκω come pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
De officiis — Titelblatt einer Ausgabe von De officiis aus dem Jahre 1560 von Christopher Froschouer. De officiis (lat.: Von den Pflichten oder Vom pflichtgemäßen Handeln) ist ein philosophisches Spätwerk Marcus Tullius Ciceros. Es wurde im Jahr 44 v. Chr.… … Deutsch Wikipedia
Σωκράτης — I Ένας από τους μεγαλύτερους φιλόσοφους της αρχαίας Ελλάδας (Αθήνα 470 ή 469 399 π.Χ.). Γιος ενός γλύπτη και μιας μαίας, ο Σ. πρέπει να είχε κάποια οικονομική άνεση, όπως αποδείχνει το γεγονός ότι πέρασε όλη του τη ζωή αδιαφορώντας για τα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
χρέος — ους, το, ΝΜΑ, και επικ. τ. χρεῑος και χρῆος και αττ. τ. χρέως και βοιωτ. τ. χρίος και αρκαδ. τ. πληθ. χρήατα και κρητ. τ. πληθ. χρήϊα, τὰ, Α κάθε οφειλή σε χρήμα, σε είδος ή σε υπηρεσία νεοελλ. 1. (νομ.) η παροχή, στο πλαίσιο μιας ενοχικής σχέσης … Dictionary of Greek
Βολτέρος — (François Marie Arouet de Voltaire, Παρίσι 1694 – 1778). Εξελληνισμένο όνομα του Γάλλου φιλόσοφου και συγγραφέα Φρανσουά Μαρί Αρουέ ντε Βολτέρ. Ο Β. υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους εκπροσώπους του Διαφωτισμού. Λαμπρός μαχητής του λόγου, έγραψε… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Liste der unregelmäßigen Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia
Liste unregelmäßiger Substantive im Neugriechischen — Unregelmäßige Substantive im Neugriechischen sind Substantive, die sich in verschiedenerlei Hinsicht grammatikalisch anders verhalten als die Mehrheit der neugriechischen Substantive. Inhaltsverzeichnis 1 Übersicht 2 Gebrauch 3 Substantive mit… … Deutsch Wikipedia